σκουντώ

σκουντώ
σκούντησα, σκουντήθηκα
1. σπρώχνω: Με σκούντησαν μέσα στο λεωφορείο.
2. παρακινώ: Αν δεν τον σκουντήσεις, δε θα νοιαστεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… …   Dictionary of Greek

  • σκούντημα — το, Ν [σκουντώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουντώ, η μετατόπιση με ισχυρή πίεση, σπρώξιμο («καθώς εχιόνιζε από το σκούντημα τής μυγδαλιάς ο αέρας», Ελύτης) 2. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση ή πίεση σε κάποιον για να πράξει κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ακροσκουντώ — σπρώχνω σιγά, ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκουντώ] …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κουντώ — κουντῶ, άω (Μ) βλ. σκουντώ …   Dictionary of Greek

  • κυβιτίζω — (Α) [κύβιτον] σκουντώ με τον αγκώνα …   Dictionary of Greek

  • λαγαρίζομαι — και λαγαρύ ζομαι και λαγυρίζομαι (Α) 1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.) 2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα 3. αποξέω, ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • νύσσω — (ΑΜ νύσσω, Α αττ. τ. νύττω) τρυπώ με οξύ όργανο, κεντώ («ἀλλ εἷς τῶν στρατιωτών λόγχη αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κινώ, ανακινώ 2. μτφ. πειράζω, πληγώνω αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», Ησίοδ.) 2. ωθώ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… …   Dictionary of Greek

  • παρεκθλίβω — Α σπρώχνω, σκουντώ στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκθλίβω «πιέζω, εξωθώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”